Dictionary of Greek. 2013.
καγχαστής — loud laugher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγχάς — καγχάς, άντος, ὁ (Α) [καγχάζω] 1. αυτός που καγχάζει, ο καγχαστής 2. κωμικός υποκριτής τής δωρικής σκηνής … Dictionary of Greek